- ἅλις
- ᾰλις1 in abundance
γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.24
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.24
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἁλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλις — in crowds indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… … Dictionary of Greek
Ἅλις — Ἅλῑς , Ἅλις masc acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἅλις masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… … Dictionary of Greek
Ἅλι — Ἅλις masc voc sg Ἅλῑ , Ἅλις masc dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλοῖν — Ἅλις masc gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλῆσι — Ἅλις masc dat pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅλεα — Ἅλις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅλεες — Ἅλις masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅλεος — Ἅλις masc gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)